βενεζουελανός

βενεζουελανός
η , ό[ν] венесуэльский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βενεζουελανός" в других словарях:

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • Μπολιβάρ, Σιμόν — (Simon Bolivar, Καράκας 1783 – Σάντα Μάρθα, Κολομβία 1830). Βενεζουελανός πατριώτης, στρατηγός και πολιτικός. Ένας από τους κυριότερους πρωταγωνιστές της χειραφέτησης της Νότιας Αμερικής από την ισπανική αποικιακή κυριαρχία. Από αριστοκρατική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»